άμφιον

άμφιον
το см. άμφια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άμφιον" в других словарях:

  • Ἀμφίον' — Ἀμφίονα , Ἄμφιων masc acc sg Ἀμφίονι , Ἄμφιων masc dat sg Ἀμφίονε , Ἄμφιων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμφιον — Ἄμφιος masc acc sg Ἄμφιων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • ρακάμφιος — ον, Μ (ως προσωνυμία ενός μοναχού) ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἄμφιον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»